- ὑπεροπτικούς
- ὑπεροπτικόςcontemptuousmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βαζοπρεσίνη — Διεθνής ονομασία της αντιδιουρητικής ορμόνης, που εκκρίνεται από τον οπίσθιο λοβό της υπόφυσης. Η ορμόνη αυτή προκαλεί σύσπαση των περιφερειακών αγγείων, με αποτέλεσμα την αύξηση της πίεσης του αίματος και ελαττώνει το ποσό των εκκρινόμενων ούρων … Dictionary of Greek